- Κήρινθον
- Κήρινθοςbee-breadfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κήρινθον — κήρινθος bee bread masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφαλος — ἔφαλος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, ο παράλιος (α. «Κήρινθόν τ ἔφαλον», Ομ. Ιλ. β. «ἔφαλος οἰκία», Φιλόστρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἔφαλος (ενν. γῆ) η παραλία, η ακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άλος (< ἅλς «θάλασσα»), πρβλ. αμφί… … Dictionary of Greek